ItalianoGreco


calderóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kaldeˈrone]

1 συμπίλημα
2 ετερογενές μείγμα
3 σύμφυρμα
4 συρφετός
5 ετερογενές μείγμα
6 λέβητας
7 καζάνι μεγάλο
8 χυτήριο
9 συνονθύλευμα
10 χωνευτήρι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---