ItalianoGreco


càldo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaldo]

η ζέστη

càldo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkaldo]

ζεστός (-ή, -ό), θερμός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


avere caldo = ζεσταίνομαι



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---