caldùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kalˈdura]
1 λάβρα
2 κάψα
3 κουφόβραση
4 συννεφόκαμα
5 νεφόκαμα
6 καύμα
7 καλοκαιρινή ζέστη
8 ζέστη
9 καύσωνας
10 ηλιόκαμα
11 λιοπύρι
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kalˈdura]
1 λάβρα
2 κάψα
3 κουφόβραση
4 συννεφόκαμα
5 νεφόκαμα
6 καύμα
7 καλοκαιρινή ζέστη
8 ζέστη
9 καύσωνας
10 ηλιόκαμα
11 λιοπύρι
permalink
caldura (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android