ItalianoGreco


càmpo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkampo]

ο κάμπος, το χωράφι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


campo [αρσ.] da tennis = το γήπεδο τέννις || campo [αρσ.] di calcio = το γήπεδο || campo [αρσ.] di concentramento = το στρατόπεδο συγκεντρώσης || campo [αρσ.] profughi = το στρατόπεδο προσφύγων || campo [αρσ.] sportivo = το γήπεδο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---