ItalianoGreco


camuffàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [kamufˈfare]

1 αποκρύβω έντεχνα
2 μεταμορφώνω
3 συγκαλύπτω
4 καμουφλάρω

camuffàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kamufˈfarsi]

1 καμουφλάρομαι
2 μασκαρεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---