Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


chiaróre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kjaˈrore]

1 αμυδρό φως
2 φεγγαράδα
3 αχτίδα φωτός
4 φέγγος
5 φεγγαρόφωτο
6 αστροφεγγιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  chiaro chiaroscurare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

chiarito (επίθ.)
chiaritoio (ουσ αρσ )
chiaro (ουσ αρσ )
chiaro (επίθ.)
chiaro (επίρ.)
chiarore (ουσ αρσ )
chiaroscurare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
chiaroscuro (ουσ αρσ )
chiaroveggente (ουσ αρσ και θηλ.)
chiaroveggente (επίθ.)
chiaroveggenza (θηλ.ουσ)
chiasma (ουσ αρσ )
chiasmo (ουσ αρσ )
chiassata (θηλ.ουσ)
chiassile (ουσ αρσ )
chiasso (ουσ αρσ )
chiassone (ουσ αρσ )
chiassone (επίθ.)
chiassosità (θηλ.ουσ)
chiassoso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---