Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cigolìo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧigoˈlio]

1 τσίρισμα
2 σκούξιμο
3 σφύριγμα
4 σκλήρισμα
5 τρίξιμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cigolare Cile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cigna (θηλ.ουσ)
cignale (ουσ αρσ )
cigno (ουσ αρσ )
cigolamento (ουσ αρσ )
cigolare (ρ.αμτβ.)
cigolio (ουσ αρσ )
Cile (ουσ αρσ )
cilecca (θηλ.ουσ)
cileno (ουσ αρσ )
cileno (επίθ.)
cilestrino (επίθ.)
cilestro (επίθ.)
ciliare (επίθ.)
ciliati (ουσ αρσ πληθ.)
ciliato (αρσ. επίθ και ουσ)
cilicio (ουσ αρσ )
ciliegeto (ουσ αρσ )
ciliegia (ουσ αρσ και θηλ.)
ciliegia (θηλ.ουσ)
ciliegio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---