Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcigolìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧigoˈlio] 1 τσίρισμα 2 σκούξιμο 3 σφύριγμα 4 σκλήρισμα 5 τρίξιμο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z |
Ën piemontèis |