Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cilestrìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧilesˈtrino]

1 μελανιασμένος
2 πελιδνός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cileno cilestro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cigolio (ουσ αρσ )
Cile (ουσ αρσ )
cilecca (θηλ.ουσ)
cileno (ουσ αρσ )
cileno (επίθ.)
cilestrino (επίθ.)
cilestro (επίθ.)
ciliare (επίθ.)
ciliati (ουσ αρσ πληθ.)
ciliato (αρσ. επίθ και ουσ)
cilicio (ουσ αρσ )
ciliegeto (ουσ αρσ )
ciliegia (ουσ αρσ και θηλ.)
ciliegia (θηλ.ουσ)
ciliegio (ουσ αρσ )
cilindrare (ρ. μτβ.)
cilindrasse (ουσ αρσ )
cilindrata (θηλ.ουσ)
cilindratoio (ουσ αρσ )
cilindratrice (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---