Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciliègia  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈljɛʤa]

κεράσι

ciliègia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈljɛʤa]

το κεράσι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciliegeto ciliegio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciliare (επίθ.)
ciliati (ουσ αρσ πληθ.)
ciliato (αρσ. επίθ και ουσ)
cilicio (ουσ αρσ )
ciliegeto (ουσ αρσ )
ciliegia (ουσ αρσ και θηλ.)
ciliegia (θηλ.ουσ)
ciliegio (ουσ αρσ )
cilindrare (ρ. μτβ.)
cilindrasse (ουσ αρσ )
cilindrata (θηλ.ουσ)
cilindratoio (ουσ αρσ )
cilindratrice (θηλ.ουσ)
cilindratura (θηλ.ουσ)
cilindrico (επίθ.)
cilindro (ουσ αρσ )
cilindroide (ουσ αρσ )
cima (θηλ.ουσ)
cimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cimasa (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---