Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cimàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈmare]

1 αποκόπτω
2 αφαιρώ τα περιττά
3 κλαδεύω
4 κουτσουρεύω
5 αποκόπτω
6 κόβω
7 αφαιρώ εξέχοντα κομμάτια
8 κουρεύω (όχι για ανθρώπους)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cima cimasa  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cilindratura (θηλ.ουσ)
cilindrico (επίθ.)
cilindro (ουσ αρσ )
cilindroide (ουσ αρσ )
cima (θηλ.ουσ)
cimare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cimasa (θηλ.ουσ)
cimata (θηλ.ουσ)
cimatore (ουσ αρσ )
cimatrice (θηλ.ουσ)
cimatura (θηλ.ουσ)
cimbalo (ουσ αρσ )
cimelio (ουσ αρσ )
cimentare (ρ. μτβ.)
cimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
cimento (ουσ αρσ )
cimice (θηλ.ουσ)
cimiciaio (ουσ αρσ )
cimicioso (επίθ.)
cimiero (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---