ItalianoGreco


cimentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimenˈtare]

1 σκουντώ
2 υποκινώ
3 εξετάζω
4 δοκιμάζω
5 ρισκάρω
6 βάζω σε δοκιμή
7 ελέγχω

cimentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʧimenˈtarsi]

1 ανταγωνίζομαι με κάποιον
2 κάνω μια προσπάθεια
3 κάνω προσφορά
4 δοκιμάζω
5 αναμετριέμαι
6 δοκιμάζομαι
7 ελέγχομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---