Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cimentàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimenˈtare]

1 σκουντώ
2 υποκινώ
3 εξετάζω
4 δοκιμάζω
5 ρισκάρω
6 βάζω σε δοκιμή
7 ελέγχω

cimentarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ʧimenˈtarsi]

1 ανταγωνίζομαι με κάποιον
2 κάνω μια προσπάθεια
3 κάνω προσφορά
4 δοκιμάζω
5 αναμετριέμαι
6 δοκιμάζομαι
7 ελέγχομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cimelio cimento  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cimatore (ουσ αρσ )
cimatrice (θηλ.ουσ)
cimatura (θηλ.ουσ)
cimbalo (ουσ αρσ )
cimelio (ουσ αρσ )
cimentare (ρ. μτβ.)
cimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
cimento (ουσ αρσ )
cimice (θηλ.ουσ)
cimiciaio (ουσ αρσ )
cimicioso (επίθ.)
cimiero (ουσ αρσ )
ciminiera (θηλ.ουσ)
cimiteriale (επίθ.)
cimitero (ουσ αρσ )
cimolo (ουσ αρσ )
cimometro (ουσ αρσ )
cimosa (θηλ.ουσ)
cimurro (ουσ αρσ )
cina (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---