Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cimiciàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimiˈʧajo]

1 χοιροστάσιο
2 τόπος γεμάτος κοριούς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cimice cimicioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cimelio (ουσ αρσ )
cimentare (ρ. μτβ.)
cimentarsi (ρ.μ. (αντων.))
cimento (ουσ αρσ )
cimice (θηλ.ουσ)
cimiciaio (ουσ αρσ )
cimicioso (επίθ.)
cimiero (ουσ αρσ )
ciminiera (θηλ.ουσ)
cimiteriale (επίθ.)
cimitero (ουσ αρσ )
cimolo (ουσ αρσ )
cimometro (ουσ αρσ )
cimosa (θηλ.ουσ)
cimurro (ουσ αρσ )
cina (θηλ.ουσ)
cinabro (ουσ αρσ )
cincia (θηλ.ουσ)
cinciallegra (θηλ.ουσ)
cincillà (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---