Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciminièra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧimiˈnjɛra]

1 φουγάρο
2 καπνοδόχος εργοστασίου
3 τσιμινιέρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cimiero cimiteriale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cimento (ουσ αρσ )
cimice (θηλ.ουσ)
cimiciaio (ουσ αρσ )
cimicioso (επίθ.)
cimiero (ουσ αρσ )
ciminiera (θηλ.ουσ)
cimiteriale (επίθ.)
cimitero (ουσ αρσ )
cimolo (ουσ αρσ )
cimometro (ουσ αρσ )
cimosa (θηλ.ουσ)
cimurro (ουσ αρσ )
cina (θηλ.ουσ)
cinabro (ουσ αρσ )
cincia (θηλ.ουσ)
cinciallegra (θηλ.ουσ)
cincillà (ουσ αρσ )
cincin (ουσ αρσ )
cincinno (ουσ αρσ )
cincischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---