Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinematografàro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧinematograˈfaro]

παραγωγός δεύτερης ποιότητας κινηματογραφικών ταινιών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinematografare cinematografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinemascope (ουσ αρσ )
cinemateatro (ουσ αρσ )
cinematica (θηλ.ουσ)
cinematico (επίθ.)
cinematografare (ρ. μτβ.)
cinematografaro (ουσ αρσ )
cinematografia (θηλ.ουσ)
cinematografico (επίθ.)
cinematografo (ουσ αρσ )
cineparco (ουσ αρσ )
cinepresa (θηλ.ουσ)
cinerama (ουσ αρσ )
cineraria (θηλ.ουσ)
cinerario (αρσ. επίθ και ουσ)
cinereo (επίθ.)
cineromanzo (ουσ αρσ )
cinese (ουσ αρσ και θηλ.)
cinese (επίθ.)
cineseria (θηλ.ουσ)
cinesica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---