Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìnta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧinta]

1 μπάρα διοδίων τελωνείου μεσαιωνικής πόλης (της Δύσης)
2 κουπαστή
3 μάντρα
4 τείχος
5 τείχη κάστρου
6 ζώνη
7 φράχτης
8 τείχη πόλης
9 λουρί


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinquina cintare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinquecento (επίθ.)
cinquefoglie (ουσ αρσ )
cinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquenne (επίθ.)
cinquina (θηλ.ουσ)
cinta (θηλ.ουσ)
cintare (ρ. μτβ.)
cinto (ουσ αρσ )
cintola (θηλ.ουσ)
cintura (θηλ.ουσ)
cinturare (ρ. μτβ.)
cinturino (ουσ αρσ )
cinturone (ουσ αρσ )
cinzia (θηλ.ουσ)
ciò (δεικτ. αντων.)
ciocca (θηλ.ουσ)
ciocco (ουσ αρσ )
cioccolata (θηλ. επίθ και ουσ)
cioccolataio (ουσ αρσ )
cioccolatiera (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---