Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinquefòglie  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ʧinkweˈfɔʎʎe]

τριαντάφυλλο πεντάφυλλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinquecento cinquemila  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinquecentesco (επίθ.)
cinquecentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
cinquecentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cinquecentistico (επίθ.)
cinquecento (επίθ.)
cinquefoglie (ουσ αρσ )
cinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquenne (επίθ.)
cinquina (θηλ.ουσ)
cinta (θηλ.ουσ)
cintare (ρ. μτβ.)
cinto (ουσ αρσ )
cintola (θηλ.ουσ)
cintura (θηλ.ουσ)
cinturare (ρ. μτβ.)
cinturino (ουσ αρσ )
cinturone (ουσ αρσ )
cinzia (θηλ.ουσ)
ciò (δεικτ. αντων.)
ciocca (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---