Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinturàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧintuˈrare]

κρατώ σφιχτά έναν αντίπαλο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cintura cinturino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinta (θηλ.ουσ)
cintare (ρ. μτβ.)
cinto (ουσ αρσ )
cintola (θηλ.ουσ)
cintura (θηλ.ουσ)
cinturare (ρ. μτβ.)
cinturino (ουσ αρσ )
cinturone (ουσ αρσ )
cinzia (θηλ.ουσ)
ciò (δεικτ. αντων.)
ciocca (θηλ.ουσ)
ciocco (ουσ αρσ )
cioccolata (θηλ. επίθ και ουσ)
cioccolataio (ουσ αρσ )
cioccolatiera (θηλ.ουσ)
cioccolatiere (ουσ αρσ )
cioccolatino (ουσ αρσ )
cioccolato (ουσ αρσ )
ciocia (θηλ.ουσ)
cioè (σύνδ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---