ItalianoGreco


cioccolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧokkoˈlato]

η σοκολάτα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cioccolato [αρσ.] al latte = η σοκολάτα γάλακτος || cioccolato [αρσ.] fondente = η σοκολάτα υγείας



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---