Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cioccolàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧokkoˈlato]

η σοκολάτα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cioccolatino ciocia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


cioccolato [αρσ.] al latte = η σοκολάτα γάλακτος || cioccolato [αρσ.] fondente = η σοκολάτα υγείας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cioccolata (θηλ. επίθ και ουσ)
cioccolataio (ουσ αρσ )
cioccolatiera (θηλ.ουσ)
cioccolatiere (ουσ αρσ )
cioccolatino (ουσ αρσ )
cioccolato (ουσ αρσ )
ciocia (θηλ.ουσ)
cioè (σύνδ.)
ciompo (ουσ αρσ )
cioncare (ρ. μτβ.)
cioncatore (ουσ αρσ )
cionco (επίθ.)
ciondolamento (ουσ αρσ )
ciondolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ciondolo (ουσ αρσ )
ciondolone (ουσ αρσ )
ciondoloni (επίρ.)
ciononostante (σύνδ.)
ciotola (θηλ.ουσ)
ciotolata (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---