Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cioncàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧonˈkare]

1 καταβροχθίζω
2 πίνω πολύ και συνέχεια
3 κατεβάζω με μεγάλες γουλιές
4 κοπανώ (πίνω)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciompo cioncatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cioccolatino (ουσ αρσ )
cioccolato (ουσ αρσ )
ciocia (θηλ.ουσ)
cioè (σύνδ.)
ciompo (ουσ αρσ )
cioncare (ρ. μτβ.)
cioncatore (ουσ αρσ )
cionco (επίθ.)
ciondolamento (ουσ αρσ )
ciondolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ciondolo (ουσ αρσ )
ciondolone (ουσ αρσ )
ciondoloni (επίρ.)
ciononostante (σύνδ.)
ciotola (θηλ.ουσ)
ciotolata (θηλ.ουσ)
ciottolare (ρ. μτβ.)
ciottolata (θηλ.ουσ)
ciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
ciottolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---