Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciondolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧondoˈlare]

1 εξαρτιέμαι
2 πλανιέμαι άσκοπα
3 χασομερώ
4 χαζολογώ (άσκοπα)
5 ξαπλώνω νωχελικά
6 χρονοτριβώ
7 χουζουρεύω
8 κινώ χαλαρά
9 χαζεύω (τεμπελιάζω)
10 αιωρούμαι
11 είμαι κρεμασμένος
12 κουνιέμαι
13 ταλαντεύομαι (εδώ και εκεί)
14 κρεμιέμαι
15 κρεμιέμαι χαλαρά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciondolamento ciondolo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciompo (ουσ αρσ )
cioncare (ρ. μτβ.)
cioncatore (ουσ αρσ )
cionco (επίθ.)
ciondolamento (ουσ αρσ )
ciondolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
ciondolo (ουσ αρσ )
ciondolone (ουσ αρσ )
ciondoloni (επίρ.)
ciononostante (σύνδ.)
ciotola (θηλ.ουσ)
ciotolata (θηλ.ουσ)
ciottolare (ρ. μτβ.)
ciottolata (θηλ.ουσ)
ciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
ciottolo (ουσ αρσ )
ciottoloso (επίθ.)
cip (ουσ αρσ )
cipiglio (ουσ αρσ )
cipolla (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---