ItalianoGreco


ciòttolo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɔttolo]

1 στρογγυλή πλάκα λιθόστρωσης
2 λίθος
3 κροκάλα
4 πέτρα
5 βότσαλο
6 χαλίκι
7 τρόχαλο
8 ψηφίο
9 πετραδάκι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---