Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόciottolóso
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧottoˈloso], [ʧottoˈlozo] 1 λιθόστρωτος 2 πέτρινος 3 που έχει βότσαλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |