Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cipìglio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈpiʎʎo]

1 σκυθρωπότητα
2 συνοφρύωμα
3 μούτρωμα
4 κατσούφιασμα
5 συνοφρύωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cip cipolla  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciottolata (θηλ.ουσ)
ciottolato (αρσ. επίθ και ουσ)
ciottolo (ουσ αρσ )
ciottoloso (επίθ.)
cip (ουσ αρσ )
cipiglio (ουσ αρσ )
cipolla (θηλ.ουσ)
cipollaio (ουσ αρσ )
cipollato (επίθ.)
cipollina (θηλ.ουσ)
cipolloso (επίθ.)
cippo (ουσ αρσ )
cipresseto (ουσ αρσ )
cipresso (ουσ αρσ )
cipria (θηλ.ουσ)
cipriota (ουσ αρσ )
cipriota (θηλ.ουσ)
cipriota (επίθ.)
cipro (θηλ.ουσ)
circa (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---