Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcipìglio
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈpiʎʎo] 1 σκυθρωπότητα 2 συνοφρύωμα 3 μούτρωμα 4 κατσούφιασμα 5 συνοφρύωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |