Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧirro]

1 λεπτό σπειροειδές όργανο
2 σύννεφο (είδος)
3 σωρείτης (είδος νέφους)
4 μπούκλα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cirripedi cirrocumulo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

circumterrestre (επίθ.)
circumzenitale (επίθ.)
cirillico (αρσ. επίθ και ουσ)
cirriforme (επίθ.)
cirripedi (ουσ αρσ πληθ.)
cirro (ουσ αρσ )
cirrocumulo (ουσ αρσ )
cirrosi (θηλ.ουσ)
cirrostrato (ουσ αρσ )
cirrotico (αρσ. επίθ και ουσ)
cislunare (επίθ.)
cismontano (επίθ.)
cispa (θηλ.ουσ)
cisposità (θηλ.ουσ)
cisposo (επίθ.)
cista (θηλ.ουσ)
ciste (θηλ.ουσ)
cistectomia (θηλ.ουσ)
cisterna (θηλ.ουσ)
cisternista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---