Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcìrro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧirro] 1 λεπτό σπειροειδές όργανο 2 σύννεφο (είδος) 3 σωρείτης (είδος νέφους) 4 μπούκλα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |