Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciùrma  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧurma]

1 στίφος
2 πλέμπα
3 κωπηλάτες κάτεργου
4 σκλάβοι κάτεργου
5 όχλος
6 τσούρμο
7 πλήρωμα
8 συρφετός
9 εργάτες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciuffolotto ciurmaglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciuccio (ουσ αρσ )
ciucco (επίθ.)
ciuco (αρσ. επίθ και ουσ)
ciuffo (ουσ αρσ )
ciuffolotto (ουσ αρσ )
ciurma (θηλ.ουσ)
ciurmaglia (θηλ.ουσ)
ciurmare (ρ. μτβ.)
ciurmatore (ουσ αρσ )
ciurmeria (θηλ.ουσ)
civetta (θηλ.ουσ)
civettare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
civetteria (θηλ.ουσ)
civettone (ουσ αρσ )
civettuolo (επίθ.)
civico (αρσ. επίθ και ουσ)
civile (ουσ αρσ )
civile (επίθ.)
civilista (ουσ αρσ και θηλ.)
civilistico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---