ItalianoGreco


civétta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈvetta]

η κουκουβάγια


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fa la civetta = κουνά την ούρα της || fare la civetta = κουνώ την ουρά μου



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---