Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcivilizzatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [ʧiviliddzaˈtore] 1 αυτός που εκπολιτίζει 2 πολιτιστικός 3 εκπολιτιστικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |