Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


claudicazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [klawdikatˈtsjone]

1 κούτσαμα
2 χωλότητα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  claudicare claunesco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

classismo (ουσ αρσ )
classista (ουσ αρσ και θηλ.)
classista (επίθ.)
classistico (επίθ.)
claudicare (ρ.αμτβ.)
claudicazione (θηλ.ουσ)
claunesco (επίθ.)
clausola (θηλ.ουσ)
claustrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
claustrofobia (θηλ.ουσ)
claustrofobico (αρσ. επίθ και ουσ)
claustrofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
clausura (θηλ.ουσ)
clava (θηλ.ουσ)
clavicembalista (ουσ αρσ και θηλ.)
clavicembalo (ουσ αρσ )
clavicola (θηλ.ουσ)
clavicolare (επίθ.)
clavicordo (ουσ αρσ )
claxon (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---