Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clàusola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈklawzola]

1 άρθρο
2 όρος
3 ρήτρα
4 διάταξη
5 κανόνας
6 ρητή συμφωνία σε σύμβαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  claunesco claustrale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

classista (επίθ.)
classistico (επίθ.)
claudicare (ρ.αμτβ.)
claudicazione (θηλ.ουσ)
claunesco (επίθ.)
clausola (θηλ.ουσ)
claustrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
claustrofobia (θηλ.ουσ)
claustrofobico (αρσ. επίθ και ουσ)
claustrofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
clausura (θηλ.ουσ)
clava (θηλ.ουσ)
clavicembalista (ουσ αρσ και θηλ.)
clavicembalo (ουσ αρσ )
clavicola (θηλ.ουσ)
clavicolare (επίθ.)
clavicordo (ουσ αρσ )
claxon (ουσ αρσ )
cleistogamia (θηλ.ουσ)
cleistogamo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---