Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


claustrofobìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [klawstrofoˈbia]

claustrofobia (f)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  claustrale claustrofobico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

claudicare (ρ.αμτβ.)
claudicazione (θηλ.ουσ)
claunesco (επίθ.)
clausola (θηλ.ουσ)
claustrale (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
claustrofobia (θηλ.ουσ)
claustrofobico (αρσ. επίθ και ουσ)
claustrofobo (αρσ. επίθ και ουσ)
clausura (θηλ.ουσ)
clava (θηλ.ουσ)
clavicembalista (ουσ αρσ και θηλ.)
clavicembalo (ουσ αρσ )
clavicola (θηλ.ουσ)
clavicolare (επίθ.)
clavicordo (ουσ αρσ )
claxon (ουσ αρσ )
cleistogamia (θηλ.ουσ)
cleistogamo (επίθ.)
clematide (θηλ.ουσ)
clemente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---