ItalianoGreco


clivàggio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kliˈvadʤo]

1 μοριακός διαχωρισμός
2 σκίσιμο
3 αποκοπή
4 κυτταρικός διαχωρισμός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---