ItalianoGreco


cloàca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kloˈaka]

1 βόθρος
2 βύθισμα στην ανομία ή την αμαρτία
3 κλοάκη (πτηνού ή ερπετού κλπ)
4 οχετός
5 υπόνομος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---