ItalianoGreco


cloche
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈklɔʃ]

1 είδος καπέλου
2 μοχλός αλλαγής ταχυτήτων στο πάτωμα
3 πηδάλιο χειρισμού πιλότου


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---