Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoàgulo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koˈagulo] 1 έμβολο (ιατρική) 2 σβόλος 3 θρόμβος 4 θρόμβος αίματος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |