Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coàgulo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈagulo]

1 έμβολο (ιατρική)
2 σβόλος
3 θρόμβος
4 θρόμβος αίματος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coagulazione coalescenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coagulante (επίθ.)
coagulare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
coagularsi (ρ. μ. αμτβ.)
coagulativo (επίθ.)
coagulazione (θηλ.ουσ)
coagulo (ουσ αρσ )
coalescenza (θηλ.ουσ)
coalizione (θηλ.ουσ)
coalizzare (ρ. μτβ.)
coalizzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
coamministratore (ουσ αρσ )
coana (θηλ.ουσ)
coartare (ρ. μτβ.)
coartazione (θηλ.ουσ)
coassiale (επίθ.)
coassicurazione (θηλ.ουσ)
coattazione (θηλ.ουσ)
coattività (θηλ.ουσ)
coattivo (επίθ.)
coatto (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---