ItalianoGreco


còccolo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔkkolo]

1 μικρό ζωάκι οικόσιτο
2 κάτι μικρό αγαπημένο
3 αγαπημένος
4 κανακάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---