Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còccolo
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔkkolo]

1 μικρό ζωάκι οικόσιτο
2 κάτι μικρό αγαπημένο
3 αγαπημένος
4 κανακάρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coccolarsi coccoloni  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coccodè (ονοματ.)
coccodrillo (ουσ αρσ )
coccola (θηλ.ουσ)
coccolare (ρ. μτβ.)
coccolarsi (ρ.μ. (αντων.))
coccolo (ουσ αρσ )
coccoloni (επίρ.)
cocente (επίθ.)
cocker (ουσ αρσ )
cocktail (ουσ αρσ )
coclea (θηλ.ουσ)
cocleare (επίθ.)
coclearia (θηλ.ουσ)
cocolla (θηλ.ουσ)
cocomeraio (ουσ αρσ )
cocomero (ουσ αρσ )
cocorita (θηλ.ουσ)
cocuzza (θηλ.ουσ)
cocuzzolo (ουσ αρσ )
coda (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---