Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cocómero  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koˈkomero]

το καρπούζι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cocomeraio cocorita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coclea (θηλ.ουσ)
cocleare (επίθ.)
coclearia (θηλ.ουσ)
cocolla (θηλ.ουσ)
cocomeraio (ουσ αρσ )
cocomero (ουσ αρσ )
cocorita (θηλ.ουσ)
cocuzza (θηλ.ουσ)
cocuzzolo (ουσ αρσ )
coda (θηλ.ουσ)
codardia (θηλ.ουσ)
codardo (ουσ αρσ )
codardo (επίθ.)
codazzo (ουσ αρσ )
codeina (θηλ.ουσ)
codesto (δεικτ. επίθ.)
codice (ουσ αρσ )
codicillare (επίθ.)
codicillo (ουσ αρσ )
codifica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---