Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coèvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koˈɛvo]

1 ίδιας ηλικίας
2 συνομήλικος
3 ίδιας αρχαιότητας
4 ίδιας διάρκειας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coetaneo cofanetto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coesistere (ρ.αμτβ.)
coesivo (αρσ. επίθ και ουσ)
coesore (ουσ αρσ )
coetaneo (ουσ αρσ )
coetaneo (επίθ.)
coevo (επίθ.)
cofanetto (ουσ αρσ )
cofano (ουσ αρσ )
coffa (θηλ.ουσ)
cofirmatario (ουσ αρσ )
cogerente (ουσ αρσ και θηλ.)
cogestione (θηλ.ουσ)
cogitabondo (επίθ.)
cogitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cogitazione (θηλ.ουσ)
cogliere (ρ. μτβ.)
coglionare (ρ. μτβ.)
coglionata (θηλ.ουσ)
coglione (ουσ αρσ )
coglioneria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---