Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòfano
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔfano] το κιβώτιο, το καπό permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcofano [αρσ.] motore = η θήκη του κινητήρα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |