Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


còffa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔffa]

1 θωράκιο (πλοίου)
2 σκοπιά ιστού πλοίου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cofano cofirmatario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coetaneo (ουσ αρσ )
coetaneo (επίθ.)
coevo (επίθ.)
cofanetto (ουσ αρσ )
cofano (ουσ αρσ )
coffa (θηλ.ουσ)
cofirmatario (ουσ αρσ )
cogerente (ουσ αρσ και θηλ.)
cogestione (θηλ.ουσ)
cogitabondo (επίθ.)
cogitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cogitazione (θηλ.ουσ)
cogliere (ρ. μτβ.)
coglionare (ρ. μτβ.)
coglionata (θηλ.ουσ)
coglione (ουσ αρσ )
coglioneria (θηλ.ουσ)
cognac (ουσ αρσ )
cognata (θηλ.ουσ)
cognato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---