Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcòito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈkɔjto] 1 σεξουαλική συνεύρεση 2 πράξη (συνουσία) 3 συνουσία permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |