Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colatìccio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kolaˈtitʧo]

1 σταξίματα
2 σταξίματα από υγρό μέταλλο (λόγω χυσίματος σε καλούπι)
3 σταγόνες


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colata colato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colangite (θηλ.ουσ)
colapasta (ουσ αρσ )
colare (ρ.αμτβ.)
colare (ρ. μτβ.)
colata (θηλ.ουσ)
colaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
colato (επίθ.)
colatoio (ουσ αρσ )
colatore (ουσ αρσ )
colatura (θηλ.ουσ)
colazione (θηλ.ουσ)
colbacco (ουσ αρσ )
colchicina (θηλ.ουσ)
colchico (ουσ αρσ )
colcos (ουσ αρσ )
colcosiano (αρσ. επίθ και ουσ)
colecistectomia (θηλ.ουσ)
colecisti (θηλ.ουσ)
colecistite (θηλ.ουσ)
colecistografia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---