Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


colapàsta  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,kolaˈpasta]

το σουρωτήρι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  colangite colare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

colà (επίρ.)
colabrodo (ουσ αρσ )
colaggio (ουσ αρσ )
colangiografia (θηλ.ουσ)
colangite (θηλ.ουσ)
colapasta (ουσ αρσ )
colare (ρ.αμτβ.)
colare (ρ. μτβ.)
colata (θηλ.ουσ)
colaticcio (αρσ. επίθ και ουσ)
colato (επίθ.)
colatoio (ουσ αρσ )
colatore (ουσ αρσ )
colatura (θηλ.ουσ)
colazione (θηλ.ουσ)
colbacco (ουσ αρσ )
colchicina (θηλ.ουσ)
colchico (ουσ αρσ )
colcos (ουσ αρσ )
colcosiano (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---