ItalianoGreco


comunicatìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komunikaˈtivo]

1 ευγενικός
2 εγκάρδιος
3 μολυσματικός
4 κοινωνικός
5 που εξωτερικεύει με την ομιλία τις σκέψεις ή τα αισθήματά του
6 ομιλητικός
7 επικοινωνιακός
8 λάλος
9 ευπροσήγορος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---