ItalianoGreco


comunicànte  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [komuniˈkante]

1 ιερέας που τελεί Θεία Κοινωνία
2 κοινωνός

comunicànte  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [komuniˈkante]

1 που συγκοινωνεί
2 αυτός που επικοινωνεί


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---