corsàro
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [korˈsaro]
1 άρπαγας
2 διαγουμιστής
3 καπετάνιος εξοπλισμένου πλοίου
4 πειρατής σε επιχειρήσεις
5 πειρατής στην πολιτική
6 κουρσάρος
7 πειρατής
8 πλιατσικολόγος
9 κουρσευτής
10 λαφυραγωγός
corsàro
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [korˈsaro]
πειρατικός
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [korˈsaro]
1 άρπαγας
2 διαγουμιστής
3 καπετάνιος εξοπλισμένου πλοίου
4 πειρατής σε επιχειρήσεις
5 πειρατής στην πολιτική
6 κουρσάρος
7 πειρατής
8 πλιατσικολόγος
9 κουρσευτής
10 λαφυραγωγός
corsàro
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [korˈsaro]
πειρατικός
permalink
corsaro (ουσ αρσ )
corsaro (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android