ItalianoGreco


corsìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [korˈsista]

1 κάποιος που παρακολουθεί μια κούρσα
2 κάποιος που παρακολουθεί μάθημα σε σεμινάριο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---