ItalianoGreco


cuòcere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔʧere]

1 προσβάλλω έντονα
2 κεντρίζω
3 ταπεινώνω
4 είμαι καυστικός
5 ενοχλώ

cuòcere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔʧere]

ψήνω, ψένω, μαγειρεύω

cuocersi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [ˈkwɔʧersi]

1 ψήνω
2 ερωτεύομαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---