curvatùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kurvaˈtura]
1 καμπύλωση
2 κυρτότητα
3 ύφαλα πλοίου
4 κάμψη
5 κύρτωση πτερυγίου αεροσκάφους
6 κύρτωση ελαφριά
7 καμπυλότητα
8 κλίση τροχών αυτοκινήτου
9 πλατειά απαλή καμπύλη
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kurvaˈtura]
1 καμπύλωση
2 κυρτότητα
3 ύφαλα πλοίου
4 κάμψη
5 κύρτωση πτερυγίου αεροσκάφους
6 κύρτωση ελαφριά
7 καμπυλότητα
8 κλίση τροχών αυτοκινήτου
9 πλατειά απαλή καμπύλη
permalink
curvatura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android