Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


curvilìneo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [,kurviˈlineo]

καμπυλόγραμμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  curvatura curvimetro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

curvabile (επίθ.)
curvare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
curvarsi (ρ. μ. αμτβ.)
curvatrice (θηλ.ουσ)
curvatura (θηλ.ουσ)
curvilineo (αρσ. επίθ και ουσ)
curvimetro (ουσ αρσ )
curvo (αρσ. επίθ και ουσ)
cuscinetto (ουσ αρσ )
cuscino (ουσ αρσ )
cuscus (ουσ αρσ )
cuscuta (θηλ.ουσ)
cuspidale (επίθ.)
cuspidato (επίθ.)
cuspide (θηλ.ουσ)
custode (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
custodia (θηλ.ουσ)
custodire (ρ. μτβ.)
custodirsi (ρ.μ. (αντων.))
cutaneo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---