Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


dabbène  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [dabˈbɛne]

1 σεβαστός
2 αξιοσέβαστος
3 καλός
4 έντιμος
5 τίμιος
6 σεβάσμιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  dabbenaggine daccanto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cutrettola (θηλ.ουσ)
cyclette (θηλ.ουσ)
da (πρόθ.)
dabbasso (επίρ.)
dabbenaggine (θηλ.ουσ)
dabbene (αρσ. επίθ και ουσ)
daccanto (επίρ.)
daccapo (επίρ.)
dacché (σύνδ.)
daccordo (επίρ.)
dacia (θηλ.ουσ)
dada (ουσ αρσ και θηλ.)
dada (επίθ.)
dadaismo (ουσ αρσ )
dadaista (ουσ αρσ και θηλ.)
dadaista (επίθ.)
dado (ουσ αρσ )
daffare (ουσ αρσ )
dafne (θηλ.ουσ)
dafnia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---